προεξάγω

προεξάγω
προεξ-άγω [ᾰ],
A lead or carry out first,

τὴν ληΐην ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.9.106

;

π. τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν Plb.30.7.8

, Plu.2.117d:—[voice] Pass., go out first,

π. ναυσί Th.7.70

(προεξαναγόμενοι ap.D.H.Th.26); to be exported previously, BGU802i11, al. (i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεξάγω — ΝΜΑ (σχετικά με προϊόντα) εξάγω πριν από τον καθορισμένον ή τον συνήθη χρόνο αρχ. 1. βγάζω έξω προηγουμένως κάτι 2. μέσ. προεξάγομαι βγαίνω έξω πρώτος 3. φρ. «προεξάγω τινα ἐκ τοῡ ζῆν» αφαιρώ τη ζωή κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προεξάξῃ — προεξάγω lead aor subj mid 2nd sg προεξάξῃ , προεξάγω lead aor subj act 3rd sg προεξάξῃ , προεξάγω lead fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξάγει — προεξάγω lead pres ind mp 2nd sg προεξάγει , προεξάγω lead pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προεξαγωγή — η, Ν [προεξάγω] (σχετικά με προϊόν) εξαγωγή πριν από τον καθορισμένο χρόνο …   Dictionary of Greek

  • προεξαγαγόμενοι — προεξάγω lead aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξαγαγόντες — προεξάγω lead aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξαγαγών — προεξάγω lead aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξάγειν — προεξάγω lead pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξάγεις — προεξάγω lead pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεξάγων — προεξάγω lead pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”